- κάλλος
- κάλλος, ους, τό (Hom.+; LXX; pseudepigr.; Philo; Jos., C. Ap. 1, 195; 2, 167; Just., A II, 11, 5; Tat. 2, 2; Ath.) beauty 1 Cl 16:3 (Is 53:2); Hv 1, 1, 2; 3, 10, 5; Hs 9, 13, 9; AcPl Ha 2, 21; 25, 9; 9, 10. κ. τῆς ὄψεως of the face ApcPt 3:7.—DELG s.v. καλός 2. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.